- ὀλόεις
- ὀλό-εις, εσσα, εν,A = ὀλοός, only in S.Tr.521 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολόεις — ὀλόεις, εσσα, εν (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε εις] … Dictionary of Greek
ὀλόεντα — ὀλόεις neut nom/voc/acc pl ὀλόεις masc acc sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc pl ὀλοός destructive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)